Δολίως

Δολίως
Δόλιος
crafty
masc acc pl (doric)
Δολίος
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δολίως — δόλιος crafty adverbial δόλιος crafty masc acc pl (doric) δόλιος crafty adverbial δόλιος crafty masc/fem acc pl (doric) δολιόω deal treacherously with imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лестно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч.δολίως, δολερῶς) лестно, обманчиво, коварно …   Словарь церковнославянского языка

  • εννύχιος — ἐννύχιος, α, ον και ἐννύχιος, ον (Α) [νύχιος] 1. νυκτερινός, κατά τη νύχτα, σε νυχτερινή ώρα («ἐννύχιος προμολών», Ομ. Ιλ.) 2. ο περικυκλωμένος από σκοτάδι, σκοτεινός, ζοφερός («ἐννυχίαισι φροντίσι», Αριστοφ.) 3. φρ. «ἄναξ ἐννυχίων» ο βασιλιάς… …   Dictionary of Greek

  • καταστρατηγώ — (AM καταστρατηγῶ, έω) νικώ με στρατήγημα ή τέχνασμα, επικρατώ με δόλο, καταπολεμώ νεοελλ. μτφ. παραβιάζω δολίως νόμο, συμφωνία κ.λπ., παραβαίνω, αθετώ, καταπατώ, αναιρώ αρχ. 1. μτφ. απατώ, εξαπατώ 2. αντιδρώ με τέχνασμα, αντιπράττω με στρατήγημα …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • σκευωρώ — σκευωρῶ, έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῡμαι, έομαι, και σκαιωρῶ, έω και σκαιωροῡμαι, έομαι, Α σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι… …   Dictionary of Greek

  • υποθέω — Α 1. επιτίθεμαι κρυφά ή δολίως 2. (σε αγώνα δρόμου) προσπαθώ να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια 3. (για σκυλιά) τρέχω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θέω «τρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… …   Dictionary of Greek

  • πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… …   Dictionary of Greek

  • ՆԵՆԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0413 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ՆԵՆԳ. δόλος, δολιότης dolus, fraus, fraudulentia, ars ἑπιβουλή insidiae. իսկ նենգութեամբ՝ իբր մ. δόλῳ, μετὰ δόλου, δολίως dolo, dolose, fraudulenter. *Եկն եղբայր քո նենգութեամբ, եւ առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”